-
1 απασχολημένος
-
2 απησχολημένος
η, ον см. απασχολημένος -
3 τόσο(ν)
επίρρ.1) столько;τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;
2) настолько, так;είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;
τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);
άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;
είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;
δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;
ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;
είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;
δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;
όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;
§ τόσ... όσο... — столько... сколько...;
τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)
-
4 τόσο(ν)
επίρρ.1) столько;τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;
2) настолько, так;είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;
τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);
άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;
είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;
δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;
ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;
είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;
δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;
όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;
§ τόσ... όσο... — столько... сколько...;
τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)
См. также в других словарях:
άσχολος — ἄσχολος, ον (Α) 1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό 2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος 3. ο μη καταγινόμενος με κάτι 4. «ἄσχολος χρόνος» ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος… … Dictionary of Greek
αδειανός — ή, ό 1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος 3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. ανος (πρβλ. λείος λειανός, σιγά σιγανός, άκρη ακριανός κ.λπ.). ΠΑΡ. αδειανάδα … Dictionary of Greek
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… … Dictionary of Greek
ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… … Dictionary of Greek
ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
εμπερίστατος — η, ο (Μ ἐμπερίστατος, η, ον) αυτός που αντιμετωπίζει δυσκολίες ή ζει υπό δύσκολες συνθήκες νεοελλ. 1. εμπεριστατωμένος 2. αυτός που είναι πολύ απασχολημένος με σοβαρά θέματα … Dictionary of Greek
επάσχολος — ἐπάσχολος, ον (Μ) απασχολημένος σε κάτι, καταγινόμενος με κάτι … Dictionary of Greek